- φοιτήσεως
- φοιτήσεω̆ς , φοίτησιςregularfem gen sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δευτεροετής — ές αυτός που διανύει το δεύτερο έτος φοιτήσεως. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από τον 1852 στον Θ. Ορφανίδη] … Dictionary of Greek
φοίτηση — η / φοίτησις, ήσεως, ΝΜΑ [φοιτῶ] παρακολούθηση μαθημάτων σε εκπαιδευτικό ίδρυμα νεοελλ. (ειδικά) σπουδή σε ανώτερο ή ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα μσν. εκκλ. α) η έλευση τού Σωτήρος β) η Δευτέρα Παρουσία αρχ. 1. το να συχνάζει κανείς κάπου 2. φρ.… … Dictionary of Greek